- μέτασσαι
- μέτασσαι, αἱ (Α)(για αιγοπρόβατα) τα όψιμα αρνιά («χωρὶς μὲν πρόγονοι, χωρὶς δὲ μέτασσαι, χωρὶς δ' αὖθ' ἕρσαι», Ομ. Οδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Μετεπιρρηματικό επίθ. < μετά + επίθημα -τι-αι (< IE *-tyo-, πρβλ. αρχ. ινδ. apa-tya-, amᾱ-tya-, nitya-), βλ. και λ. ἔπισσα, περισσός].
Dictionary of Greek. 2013.